οπλιταγωγός

οπλιταγωγός
-ό (Α ὁπλιταγωγός, -όν)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το οπλιταγωγό
βοηθητικό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για μεταφορά στρατευμάτων
αρχ.
αυτός που χρησιμεύει στη μεταφορά οπλιτών («τριήρεσι... ὧν ἔσεσθαι ὁπλιταγωγοὺς ὅσαι ἄν δοκῶσι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. νεκρ-αγωγός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὁπλιταγωγός — ὁπλῑταγωγός , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλιταγωγώ — ὁπλιταγωγῶ, έω (Μ) [οπλιταγωγός] μεταφέρω οπλίτες …   Dictionary of Greek

  • ὁπλιταγωγοῖς — ὁπλῑταγωγοῖς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιταγωγοί — ὁπλῑταγωγοί , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιταγωγούς — ὁπλῑταγωγούς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”